- μικύλλιο
- Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη βοτανική για να χαρακτηριστούν οι συσσωρεύσεις μικροσκοπικών κυττάρων, αργότερα όμως επεκτάθηκε στα συμπλέγματα μορίων ή ιόντων διαλύτη σ’ ένα διάλυμα. Μερικοί τύποι ουσιών, οι οποίες μέσα σ’ ένα πολύ αραιό διάλυμα υπάρχουν στην κατάσταση απλών μορίων, έχουν την ιδιότητα να σχηματίζουν, αν αυξηθεί η συγκέντρωση, μοριακά συμπλέγματα, που γι’ αυτό ονομάζονται μικύλλια. Τα μ. παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε υδάτινα διαλύματα, είναι όμως δυνατό να σχηματιστούν ακόμα και σε άλλους διαλύτες, πολικούς ή μη· έχουν πάντοτε διαστάσεις υπο-μικροσκοπικές και γι’ αυτό δεν διακρίνονται με άμεση παρατήρηση. Οι κύριοι τύποι ουσιών που είναι ικανές να σχηματίσουν μ. είναι τα επιφανειοδραστικά αντιδραστήρια, οι σάπωνες, μερικά χρωστικά και οι κολλοειδείς ηλεκτρολύτες. Η ελάχιστη συγκέντρωση που απαιτείται για να σχηματιστούν μ. ονομάζεται C.M.C. (Critical Micelle Concentration) και είναι σταθερή για κάθε ουσία σε σχέση με έναν ορισμένο διαλύτη. Γενικά, η C.M.C. για το μεγαλύτερο μέρος των επιφανειοδραστικών είναι της τάξης των 10-4 - 10-5 mole/λίτρο και τα μ. που προκύπτουν από 30 - 200 μόρια έχουν μοριακό βάρος των 50 - 100 χιλιάδων και διαστάσεις που μπορεί να φτάσουν μερικές εκατοντάδες άνγκστρεμ. Τα μ. είναι δυνατό να εντοπιστούν με μετρήσεις της διάθλασης του φωτός· με τη βοήθεια ηλεκτρονικών συσκευών που επιτρέπουν τη συνεχή μεταβολή της γωνίας πρόσπτωσης γίνεται εφικτός και ο προσδιορισμός του σχήματός τους, που μπορεί να είναι σφαιρικό, δισκοειδές ή ραβδοειδές. Από πρακτική άποψη είναι δυνατό να παρατηρήσουμε ότι οι σημαντικές διαλυτικές ιδιότητες των επιφανειοδραστικών διαλυμάτων είναι μια άμεση συνέπεια του σχηματισμού των μ., τα οποία γι’ αυτό είναι ικανά να απορροφήσουν και να διαλυτοποιήσουν ουσίες όπως οι υδρογονάνθρακες και οι διαλύτες, που μόνοι είναι αδιάλυτοι στο νερό. Τα μ. μπορούν μερικές φορές να μετατρέψουν αμοιβαία τη φυσική κατάσταση των διαλυμάτων κάνοντάς τα να ζελατινοποιηθούν ή να στερεοποιηθούν· ένα παράδειγμα αποτελεί το ναπάλμ, πολεμικό εμπρηστικό παρασκεύασμα που αποτελείται από στερεοποιημένο κεροζένιο με σάπωνες αργιλίου και λιθίου.
Dictionary of Greek. 2013.